- κατευναστής
- ο, θηλ. κατευνάστρια (Α κατευναστής) [κατευνάζω]νεοελλ.αυτός που κατευνάζει, που καταπραΰνειαρχ.1. αυτός που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, θαλαμηπόλος2. (ως προσωνυμία τού θεού Ερμή) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («κατευναστὴς καὶ ψυχοπομπός», Πλούτ.)3. υπηρέτης.
Dictionary of Greek. 2013.